- προκατακαίω
- προκατα-καίω,A burn before, D.C.60.34; of soldiers, burn all before them, X.An.1.6.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκατακαίω — Α 1. κατακαίω εκ τών προτέρων 2. (για στρατιώτες) προχωρώ και κατακαίω καθετί που θα συναντήσω μπροστά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατακαίω «καίω ολοκληρωτικά»] … Dictionary of Greek
προκατακαίοντας — προκατακαίω burn before pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατέκαυσεν — προκατακαίω burn before aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek